Μπορεί η θρυλική Γιουγκοπλάστικα των late 80s/early ‘90s να αποτελέσει τον οδηγό προς την επιτυχία για τις σημερινές ομάδες της Ευρωλίγκας; To Ηoopfellas βλέπει στον μύθο του παρελθόντος, το μέλλον του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Γιατί, για να γνωρίζουμε που πάμε πρέπει να ξέρουμε από πού ερχόμαστε..
Στη πορεία της κορυφαίας ίσως ομάδας που είδε ιστορικά το ευρωπαϊκό μπάσκετ βρίσκονται κρυμμένα μηνύματα τα οποία οφείλουν να ταξιδέψουν ως άλλη χρονοκάψουλα στο μέλλον. Αρκεί να σταθείς, να κοιτάξεις τον πίνακα και να προσπαθήσεις να τον αποκρυπτογραφήσεις..
Το μυστικό κείτεται σήμερα στο «Alley Of Greats» του Βελιγραδίου..
Στο σημείο του «Νέου Κοιμητηρίου» του Βελιγραδίου που ορίζεται ως «η κοιλάδα των μεγάλων» λοιπόν.. Εκεί βρίσκεται ο τάφος του «The Professor». O Αleksandar Nikolic αποτέλεσε τον «δικό μας» Red Auerbach και τον «Πατριάρχη» του Γιουγκοσλαβικού μπάσκετ όντας υπεύθυνος για πολλά από τα θαύματα που βλέπουμε από τους απανταχού «Γιούγκο» σήμερα σε όλα τα επίπεδα. Ο (καθηγητής φυσικής αγωγής) Νίκολιτς ήταν ένας ακαδημαϊκός του αθλήματος (ο κορυφαίος στην Ευρώπη) σε μια εποχή όπου η πληροφόρηση ήταν περιορισμένη και η βελτίωση ερχόταν μέσα από τη βιωματική διαδικασία. Ήταν προφήτης. Η ματιά του αναφορικά με το άθλημα είχε το προνόμιο να ταξιδεύει μέσα στον χρόνο δίνοντας του τη δυνατότητα να διαγνώσει την εξέλιξη και να τη μεταφράσει στο δικό του σήμερα.
Ουσιαστικά στον «καθηγητή» ανήκει σημαντικό μερίδιο της επιτυχίας που γνώρισε το οικοδόμημα της Γιουγκοπλάστικα. Το καλοκαίρι του ’86 η ομάδα του Σπλιτ του ζήτησε να αναλάβει το τιμόνι της όμως αυτός αρνήθηκε καθώς είχε ήδη αποφασίσει να αφήσει τους πάγκους πίσω του. Όταν η διοίκηση της Γιουγκοπλάστικα θέλησε να πάρει τη συμβουλή του σχετικά με τον επόμενο τεχνικό ηγέτη της ομάδας, αυτός με τον γνωστό του πεσιμισμό πρότεινε τον 34χρονο ασσίσταντ του Ερυθρού Αστέρα, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς λέγοντας ότι «αυτός είναι ο άνθρωπος για τη θέση αλλά δε νομίζω ότι έχετε το κουράγιο να τον υπογράψετε καθότι πολύ νέος».. Οι «κίτρινοι» ακολούθησαν τη συμβουλή του καθηγητή και κάπου εκεί άλλαξε η ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ο Μάλκοβιτς, φανατικός οπαδός των ιδεών του προφέσορα, δημιούργησε ένα σύνολο πολύ κοντά στη βάση της φιλοσοφίας του Νίκολιτς και την επόμενη σεζόν έφερε τον ίδιο τον “καθηγητή” στο Σπλιτ ως τεχνικό σύμβουλο. Ο Aca δε φαινόταν πουθενά όμως περνούσε αρκετό χρόνο κάθε μήνα μαζί με την ομάδα στις προπονήσεις, με αποκλειστικό στόχο τη βελτίωση των νεαρών παιχτών.
«Ο νεαρός παίχτης πρέπει να βρίσκεται στο παρκέ στο τέλος ενός κλειστού ματς και όχι όταν προηγείσαι με 20 πόντους».. (Άτσα Νίκολιτς)
Ο Μάλκοβιτς βρήκε ήδη στο Σπλιτ δύο ταλαντούχα παιδιά που μόλις είχαν αρχίσει να παίρνουν πραγματικά λεπτά συμμετοχής, τον Τόνι Κούκοτς (18) και τον Ντίνο Ράτζα (19). Έφερε από τον Ερυθρό Αστέρα τον «παιγμένο» (ναι..) Ζόραν Σρετένοβιτς (22) για τη θέση του PG (key player στη πορεία με τις οργανωτικές και αμυντικές του ικανότητες) και από την Τσιμπόνα τον 18χρονο Λούκα Παβίσεβιτς για να τον πλαισιώσει στον «άσσο». Έβγαλε στον αφρό τον 21χρονο Ζέλιμιρ Περάσοβιτς (εκτιμούσε τα μακριά του άκρα, την ικανότητα του να σουτάρει και να βρει πόντους στο transition), τον έφηβο Γιαν Τάμπακ και τον δυναμικό νεαρό Γκόραν Σόμπιν για τη frontcourt. Σταδιακά η Γιουγκοπλάστικα πρόσθεσε τον Aramis Naglic στη γραμμή ψηλών, τον Ζόραν Σάβιτς και τον Πέταρ Ναουμόσκι ενώ ήδη από το καλοκαίρι ’87 είχε ενισχυθεί (με την επιμονή του Μπόζα) με τον μοναδικό βετεράνο του κορμού αυτού, τον σουτέρ Ντούσκο Ιβάνοβιτς (29) στις θέσεις των πλαγίων. Η προσωπικότητα, η σκληράδα και η εμπειρία του Ιβάνοβιτς (για τον οποίον υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με το πόσο καλό fit μπορεί να αποτελέσει μιας και ήταν ένας σπουδαίος σκόρερ που αγωνιζόταν σε μια ομάδα –τη Μπούντουτσνοστ- η οποία δούλευε αποκλειστικά για αυτόν) ως ασφαλιστική δικλείδα και ως μέσο αποσυμπίεσης για τους νεαρούς παίχτες του Μπόζα. Ο δε 3&D χαρακτήρας του παιχνιδιού του (στη πραγματικότητα Shooting & D καθώς λάτρευε το midrange shot, το απόλυτο trend της εποχής) ήταν καθοριστικός στα ματς τίτλων που δημιούργησαν εν τέλει τον «θρύλο»..
Η Γιουγκοπλάστικα τότε έπρεπε να είναι ανταγωνιστική σε μια εγχώρια λίγκα με ασύλληπτο ταλέντο. Απέναντι της είχε τη Παρτίζαν των Ντίβατς, Πάσπαλι, Ντανίλοβιτς, Τζόρτζεβιτς, Ομπράντοβιτς, Πετσάρσκι (και του κόουτς Βουγιόσεβιτς), τη Τσιμπόνα των Ντράζεν Πέτροβιτς-Τσβετίτσιανιν-Αράποβιτς (κόουτς ο Μίρκο Νόβοσελ), τη Ζαντάρ των Βράνκοβιτς-Κόμαζετς, τον Ερυθρό Αστέρα και την Ολίμπια Λουμπλιάνας του Γιούρι Ζντοβτς. Ο Μάλκοβιτς εγκαθίδρυσε το δικό του σύστημα με στόχο να βελτιώσει άμεσα τους νεαρούς παίχτες μετατρέποντας τους (αφού πρώτα ταπείνωσε εμφατικά οποιοδήποτε ίχνος εγωπάθειας) σε υπεύθυνα μέλη που υποστήριζαν με θρησκευτική προσήλωση αυτό που δούλευε καθημερινά η ομάδα. Οι προπονήσεις της Γιουγκοπλάστικα και το performance κάθε παίχτη σε αυτές ξαφνικά απέκτησαν αξία ανάλογη με ενός παιχνιδιού playoffs υπό τη σιωπηρή (εντάξει, όχι πάντα) εποπτεία του Νίκολιτς. Μιλάμε για «απολύτως εξαντλητικές προπονήσεις» τις οποίες προσπάθησαν να ταξιδέψουν αργότερα στον χρόνο μέσα από τη φιλοσοφία τους οι κόουτς Ιβάνοβιτς και Περάσοβιτς.
Ο Μπόζα, πατώντας στον μικρό μέσο όρο ηλικίας του ρόστερ του (κάτι παραπάνω από τα 21 έτη), έσπρωχνε τους παίχτες του στα σωματικά και πνευματικά τους όρια κατάσταση η οποία εξελίχθηκε σε σπουδαίο εφόδιο στον «δρόμο της δόξας» όταν η ομάδα χρειάστηκε να επιβιώσει σε πολύ απαιτητικά ματς όπου το ξύλο πήγαινε σύννεφο και η πίεση χτυπούσε κόκκινο. Η δική του Γιουγκοπλάστικα είχε μάθει να προπονείται καθημερινά σε αυτούς τους ρυθμούς. Είχε μάθει να παίζει το άθλημα μόνο σε αυτή την ένταση. Την ησυχία σε επίπεδο λέξεων των προπονήσεων της ομάδας του Σπλιτ κάλυπτε η ένταση η οποία «ούρλιαζε» εκμηδενίζοντας κάθε διάθεση για κουβέντα ή χαλάρωση. Στις άδειες κερκίδες των πρωινών σφυρηλατήθηκε ο χαρακτήρας της ομάδας που κατέκτησε 4 συνεχόμενες τίτλους στη Γιουγκοσλαβική λίγκα και τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα Ευρώπης (το τρίτο απέναντι στον δημιουργό της) καλύπτοντας κάθε απώλεια όταν η οικονομική ελίτ της μπασκετικής Ευρώπης κατάλαβε ότι για να κερδίσει αυτά τα παιδιά, θα πρέπει να τα διαλύσει..
Two way Team
Ως «παιδί» του Άτσα Νίκολιτς, ο «Μπόζα» ήταν θιασώτης της άμυνας όμως το επιθετικό σύστημα που δούλεψε στο Σπλιτ έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο άρτια δομημένα και αποτελεσματικά που είδε ποτέ το άθλημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν φανερό από την αρχή ότι ο Μάλκοβιτς δεν ήταν απλά ταλαντούχος αλλά ένας πολύ ικανός overall προπονητής ο οποίος πολύ μεθοδικά πρόσθεσε στη φιλοσοφία του τις ιδέες του Νίκολιτς. Ο προφέσορας είχε ταξιδέψει στα mid 60s στην Αμερική (τον είχε στείλει η γιουγκοσλαβική ομοσπονδία) με σκοπό να εμπλουτίσει τις ιδέες του και να αναπτύξει την οπτική του γύρω από το άθλημα. Πολλά χρόνια μετά, μερικά από τα στοιχεία που τότε έφερε μαζί στις αποσκευές του προστέθηκαν και στο αγωνιστικό πλάνο της Γιουγκοπλάστικα μεταξύ άλλων. Το ποντάρισμα του «Μπόζα» στα zipper cuts (σήμα κατατεθέν των τότε κραταιών Σέλτικς) που δούλευε η ομάδα του για τον Ιβάνοβιτς ή οι καινοτομίες στα trapping zone press που ενεργοποιούσε κυρίως εντός συνόρων πηγάζουν από τις ιδέες του Νίκολιτς μετά την επιστροφή του από την Αμερική.
To δημιούργημα του Μάλκοβιτς αποτέλεσε τον ορισμό της two-way team. Ένα σύνολο που μπορούσε να κερδίσει οποιονδήποτε είτε στους 65 είτε στους 95 πόντους. Στα χέρια του η Γιουγκοπλάστικα έπαιζε παιχνίδι 90 πόντων. Τελείωσε τη σεζόν 1986-87 με μέσο όρο επίθεσης 92.7, το 1987-88 με 92.0, το 1988-89 με 88.2 και το 1989-90 με 96.2 πόντους. Κέρδισε όμως και δύο συνεχόμενους τελικούς-σκυλομαχίες οι οποίοι πήγαν σε χαμηλό σκορ. Στο Μόναχο, όταν ο Σβι Σερφ πέταξε στο παρκέ τον Σιμς στο «1» (δίπλα στους Μαγκί-Μέρσερ-Μπάρλοου) και ο τελικός θύμιζε street fighting (ο Ράτζα γονάτισε τουλάχιστον δύο-τρεις φορές από τις εκτός φάσεις αγκωνιές που έτρωγε) τη στιγμή που ο Τζάμσι χόρευε σαν τον διάβολο στην «Έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν ευστοχώντας σε απίστευτα σουτ, αυτή η ομάδα έμεινε όρθια. Στη Σαραγόσα όταν ο Όντι Νόρις έμοιαζε (και ήταν στη πραγματικότητα) unmatchable και ο Ντέηβιντ Γούντ κάρφωνε περνώντας πάνω από τον Σάβιτς, τα παιδιά του Μάλκοβιτς δε λύγισαν. Ο Σρετένοβιτς «έπνιξε» τον Έπι ενώ το τρικ της ανάθεσης του Νόρις στον Ιβάνοβιτς (για να μείνει ο Κούκοτς στον Χιμένεθ) με τις αλλαγές στον άξονα άλλαξε την ατμόσφαιρα στο παρκέ. H ικανότητα δε του Κούκοτς στη help defense είτε ερχόμενος από τη δυνατή είτε από την αδύνατη πλευρά αποτέλεσε το κλειδί της επιτυχίας σε πολλές περιπτώσεις.
Τα Shuffle cuts στο Box Format και το «μπάσκετ της υπεροχής»
Η επίθεση που έτρεξε εκείνη η Γιουγκοπλάστικα αποτέλεσε ένα από τα αρτιότερα συστήματα που είδε ποτέ το άθλημα πηγάζοντας από τα βάθη πνευματικότητας που είχε φτάσει αυτό το σύνολο και τους δεσμούς που είχαν αναπτύξει τα μέλη της. Ο Μάλκοβιτς είχε στο playbook του sets (συγκεκριμένης κατεύθυνσης) όμως η βάση του σε επίπεδο παραγωγικής διαδικασίας ήταν μια σειρά από κανόνες οι οποίοι ωθούσαν τους παίχτες να ενεργούν σε συνάρτηση με τη διαδραστικότητα του αθλήματος και την εμφάνιση νέων δεδομένων στο παρκέ. Ουσιαστικά αποτέλεσε έναν από τους προγόνους των σύγχρονων Read & React επιθέσεων του σήμερα δεδομένου του ότι η θέση και επόμενη κίνηση του κάθε αθλητή (με τη μπάλα ή μακριά από αυτή) καθοριζόταν από την αντίδραση της άμυνας. Μια διαδικασία η οποία απαιτούσε συνεχή κίνηση από όλους εκμηδενίζοντας τη στατικότητα σε μια εποχή όπου το PnR ήταν απλά ένα βοηθητικό εργαλείο. Σκεφτείτε μια ομάδα που διαθέτει τον Κούκοτς και τον Ράτζα αναφορικά με το τι θα μπορούσε να παράγει σήμερα τρέχοντας PnR δράσεις. Όμως συνολικά εκείνος ο τύπος επίθεσης ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο (όπως και το αποτέλεσμα) από την ατομική ικανότητα των παιχτών (και πιστέψτε με, η Γιουγκοπλάστικα είχε μερικούς τρομερούς παίχτες) που την απάρτιζαν. Στη πραγματικότητα η δεξαμενή δεξιοτήτων των Κούκοτς-Ράτζα αποτελούσε το σκαλοπάτι για τους λιγότερο ταλαντούχους παίχτες επάνω στο οποίο ακουμπούσαν για να ανεβάσουν τη ποιότητα του δικούς τους παιχνιδιού μέσα από το σύστημα. Αποτέλεσε δε, το ιδανικό περιβάλλον για να αναπτύξουν όλοι οι νεαροί παίχτες τις δεξιότητες τους γεγονός το οποίο στο αρχικό πλάνο βρισκόταν ιεραρχικά επάνω από την ίδια τη νίκη για τον Μάλκοβιτς. Σε αυτό το κομμάτι (ανάπτυξη ατομικών δεξιοτήτων) βασιζόταν και ολόκληρη η φιλοσοφία του Νίκολιτς ο οποίος συχνά στη προπόνηση έβαζε τους παίχτες να παίζουν «διπλό» με δύο μπάλες για να βελτιώσουν τις αντιδράσεις και τα αντανακλαστικά τους. Στην επιθετική γλώσσα της Γιουγκοπλάστικα δεν υπήρχαν κατά κύριο λόγο προκαθορισμένες δράσεις. Pass & cut, Pass & Screen, Flare & Cut ήταν η ορολογία που κυριαρχούσε. Η ικανότητα του Κούκοτς να δρα το ίδιο αποτελεσματικά ως screener αλλά και ως main ball handler επιτιθέμενος από κάθε πλευρά του γηπέδου εκτόξευσε την αποτελεσματικότητα του μείγματος και το πληθωρικό χαρακτήρα της γκάμας σχημάτων που είχε στη διάθεση του ο “Μπόζα”.
Η διάταξη Box κυριαρχούσε της εναλλακτικής 1-3-1. Τα Shuffle cuts Κούκοτς και Ράτζα επάνω ακριβώς στην αντίπαλη άμυνα δημιουργούσαν την ιδανική συνθήκη για να επιτεθούν σε κίνηση στη καρδιά της ρακέτας εκμεταλλευόμενοι το μήκος και την ικανότητα τους στο finishing. Ήταν ένα στοιχείο της επίθεσης που κανείς δε μπορούσε να σταματήσει. Ο Μάλκοβιτς είχε στα χέρια του μια πλειάδα παιχτών με ισχυρή βάση fundamentals. Οι περισσότεροι από αυτούς ήξεραν να πασάρουν εξαιρετικά και να χειρίζονται τη μπάλα σωστά υπό πίεση. Κάθε «κόψιμο» μακριά από τη μπάλα, σε αυτή τη multi-cutting/multi-screening επίθεση, συνιστούσε δημιουργία. Ο παίχτης με τη μπάλα (ανεξαρτήτου θέσης και δεξιοτήτων) έπρεπε να ιεραρχήσει σωστά τη συνθήκη. Απαγορευόταν να «χάσεις» πάσα ακυρώνοντας δράση μακριά από τη μπάλα. Για αυτό και η ένταση των δράσεων σε δυνατή και αδύνατη πλευρά ήταν η ίδια.
Το low post αποτελούσε βασική περιοχή δημιουργίας με δεδομένη την ικανότητα των Ράτζα-Κούκοτς να βγάλουν τη μπάλα από double teams. Οι γκαρντ λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό ως screeners (Σρετένοβιτς, Παβίσεβιτς, Περάσοβιτς) ενώ οι Flex δράσεις για τον Ιβάνοβιτς αποτέλεσαν πυλώνα της επιθετικής διαδικασίας της Γιουγκοπλάστικα και μέρος των safe plays της. Οι Floppy δράσεις και τα weakside staggered screens ανέδειξαν το midrange παιχνίδι του Μαυροβούνιου wing. Εάν εντρυφήσετε σε τέτοιες καταστάσεις (εκτιμώντας την ομορφιά του σωστού σκριν και του καλού footwork που προηγείται της αυτοματοποιημένης εκτέλεσης) ίσως νιώσετε μια νοσταλγία κατανοώντας γιατί προπονητές παλαιάς κοπής (όπως π.χ ο Λάρι Μπράουν) είναι ακόμα ερωτευμένοι με το καλό midrange game αγνοώντας επιδεικτικά τον inefficient χαρακτηρισμό που του έχει πλέον δοθεί από την επιστήμη των advanced stats. Όλη η ουσία στην επιτυχία του εγχειρήματος όμως οφειλόταν στην ύπαρξη ατομικών δεξιοτήτων και υψηλού επιπέδου αντίληψης από τη πλευρά των παιχτών. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία σε συνδυασμό με την άνεση που φέρνει η γνώση των fundamentals έκαναν τη Γιουγκοπλάστικα να μοιάζει τόσο δυνατή σε καταστάσεις transition επίθεσης.
Ο Μάλκοβιτς κατασκεύασε πολύ σωστά την επίθεση μισού γηπέδου τοποθετώντας μεθοδικά εντός αυτής τα δυνατά χαρακτηριστικά κάθε αθλητή. Εκμηδένισε τη στατικότητα, απαγόρευσε δια ροπάλου την άσκοπη χρήση ντρίμπλας και επέβαλλε συνεχή κίνηση με στόχο την εκμετάλλευση κάθε εκατοστού του γηπέδου. Η πίεση για τις άμυνες ήταν τεράστια. Το ίδιο και η βελτίωση των παιχτών του. Προς τιμήν του, ο κόουτς Παβλίσεβιτς (αντικατέστησε τον Μάλκοβιτς όταν ο τελευταίος μετακόμισε στη Βαρκελώνη) διατήρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ίδια φιλοσοφία η οποία τον βοήθησε να καλύψει κομβικές απώλειες (Ράτζα, Ιβανοβιτς) και να φτάσει στον θρίαμβο απέναντι στον προκάτοχο του.
Οδηγός για το σύγχρονο μπάσκετ
Έχω την αίσθηση ότι το αγωνιστικό μοντέλο και συνολικά η φιλοσοφία του προγράμματος της Γιουγκοπλάστικα μπορεί να αποτελέσει οδηγό για τις σύγχρονες ομάδες στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Στην εποχή των Pick & Roll based-επιθέσεων, της αθλητικότητας και της αθρόας εισαγωγής Αμερικανών παιχτών η οποία καλύπτει επιδερμικά την έλλειψη καλλιέργειας ατομικών δεξιοτήτων των νεαρών γηγενών παιχτών, το ευρωπαϊκό μπάσκετ οφείλει να απαντήσει. Είχαμε πει μέσα στη χρονιά που αφήσαμε πίσω ότι εν μέσω μπασκετικής παγκοσμιοποίησης, η στροφή στη παράδοση είναι ότι πιο μοντέρνο. Τίποτα δε γράφεται τυχαία εδώ. Ούτε μια γραμμή, για αυτό να είστε σίγουροι. Ζούμε μια κατάσταση υπνωτισμού τροφοδοτούμενη από την εύκολη πρόσβαση στη τεράστια δεξαμενή παιχτών της Αμερικής η οποία υποκαθιστά τη βασική -σε επίπεδο βιωσιμότητας- ανάγκη για ατομική βελτίωση των Ευρωπαίων αθλητών. Η ευρωπαϊκή στροφή του ΝΒΑ από την άλλη έχει κάνει ευκολότερη τη πρόσβαση στη μεγάλη λίγκα για τον δικό μας αθλητή. Κυρίως όμως έχει καταδυναστεύσει τα όνειρα του.
Στα χρόνια όπου η επιμονή στο PnR λειτουργεί ως εργαλείο για τη δημιουργία “τάξεων” ανάμεσα στους αθλητές όπου ο καθένας αξιολογείται και κατατάσσεται ανάλογα με την ικανότητα του να ανταποκριθεί στη συγκεκριμένη κατάσταση, το ευρωπαϊκό μπάσκετ οφείλει να πάει παραπέρα. Η λύση βρίσκεται στις ρίζες του. Στα κιτάπια που καταγράφουν την ιστορία του. Αλήθεια, πόσο υποτιμημένη είναι η δημιουργία με κίνηση μακριά από τη μπάλα, πέρα από τις ball screen καταστάσεις; Γιατί πλέον το αγωνιστικό σύστημα των περισσότερων μεγάλων clubs δεν ευνοεί τη ανάπτυξη ενός παίχτη σε ολοκληρωμένο μπασκετμπολίστα αλλά παράγει “σπεσιαλίστες”, υποδεικνύοντας τη βελτίωση σε πολύ συγκεκριμένα κομμάτια του παιχνιδιού ώστε ο νέος παίχτης να μπορεί να σταθεί για μερικά λεπτά στο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού; Να γεννηθεί και να τελειώσει ως γρανάζι υποστήριξης του συστήματος. Η ατομική βελτίωση πλέον είναι συνυφασμένη με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και όσο συντηρείται αυτός ο φαύλος κύκλος (γιατί τα οικονομικά δεδομένα κάποια στιγμή θα αλλάξουν και στην Αμερική παρότι το πλεονέκτημα του ΝΒΑ σε αυτό το κομμάτι πάντα θα είναι εκεί) η Ευρώπη θα λειτουργεί ως σκαλοπάτι. Το μοντέλο της Γιουγκοπλάστικα είναι ένα “ουρλιαχτό” από τα βάθη των χρόνων. Εμπιστοσύνη στον γηγενή αθλητή, πίστη στο σύστημα που μπορεί να αναπτύσσει τον παίχτη και κυρίως να αντικαθιστά κάθε τρανταχτή ατομική απώλεια (σαν άλλο δέρμα που επουλώνει τη πληγή), επιστροφή στα fundamentals. Τη στιγμή που οι ιθύνοντες της Ευρωλίγκας αυξάνουν τη ταχύτητα του παιχνιδιού με στόχο τη παραγωγή “παχυλών ” στατιστικών που ενθουσιάζουν τον κόσμο και δημιουργούν stars (ενώ οι προπονητές στρέφονται στην ικανότητα στη προσωπική φάση για να ξεκλειδώσουν τις πολύ δυνατές/αθλητικές σημερινές άμυνες) , ακολουθώντας τον εμπορικό δρόμο του ΝΒΑ υπάρχει και ο άλλος δρόμος, αυτός των ιστορικών καταβολών του αθλήματος στη Γηραιά Ήπειρο. Αυτός όπου το καλά κατασκευασμένο και δουλεμένο σύστημα περιλάμβανε μερικούς τρομερούς σολίστ στην υπηρεσία του (προωθώντας την ανάγκη για ατομική βελτίωση) αλλά μαζί και τη δυνατότητα απογαλακτισμού της επίθεσης σε δημιουργικό επίπεδο από τη (ασφαλέστατα καλοδεχούμενη αλλά όχι πάντα ζωτικής σημασίας) προσωπική έμπνευση τους ενός σταρ/κυρίως δημιουργού. Το ευρωπαϊκό μπάσκετ οφείλει να προστατέψει την εθνική ταυτότητα και τη δική του ευρύτερη ιδιαιτερότητα σε επίπεδο οπτικής και φιλοσοφίας χωρίς συνάμα ποτέ να απορρίψει την εξωτερίκευση (όπως δεν την έχει απορρίψει ποτέ πολύ σωστά η Αμερική).
Το μπάσκετ και συνολικά η φιλοσοφία εκείνης της Γιουγκοπλάστικα αποτελεί κατά τη γνώμη μου το μέλλον και μια ασφαλή, πολυεπίπεδη απάντηση σε πολλά από τα σημερινά προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από τη προσπάθεια παγκοσμιοποίησης του αθλήματος μας. Είναι ένας λαμπρός φάρος σε μια διαδρομή όπου οι περισσότεροι δεν έχουν αντιληφθεί το πόσο σκοτεινή μπορεί να γίνει στη συνέχεια της.
Για να γνωρίζουμε που πηγαίνουμε, πρέπει να ξέρουμε από πού ερχόμαστε..
Υ.Γ: Πριν λίγες ημέρες σας μεταφέραμε τη πληροφόρηση ότι η Ζάλγκιρις ψάχνει αναπληρωματικό PG. Ο Donatas Sabeckis (1.97-G-1992) της Siauliai είναι τελικά ο εκλεκτός του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Έξυπνος, καλό κορμί και με αρκετά αξιόλογο court vision, αποτέλεσε τον γκαρντ που “τάισε” πέρυσι τον Μπιρούτις (έτερο απόκτημα των πρασίνων) στην ομάδα της Βόρειας Λιθουανίας. Και πάλι ο Σάρας εστίασε στο playmaking υπογράφοντας ένα ψηλό, αθλητικό παιδί για το backcourt του. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πόσο θα καταφέρει να τον βελτιώσει..
Υ.Γ1: O Dakota Mathias (1.93-G/F-1995) ήταν μέσα σε αυτά τα 60-70 ονόματα που ξεχωρίζει η σελίδα κάθε χρόνο για τη καλοκαιρινή της λίστα αλλά τελικά δεν έπιασε τη τελική “σύνθεση”. O σπουδαίος σουτέρ του Purdue υπέγραψε με τη Μπανταλόνα, μπαίνοντας σε μια πολύ ανταγωνιστική λίγκα που ευνοεί παίχτες αυτής της κάστας. Δε περιμένω σπουδαία νούμερα σε επίπεδο παραγωγικότητας για να είμαι ειλικρινής. Όμως θα είναι πολύ σημαντικό να διατηρήσει το ποσοστό ευστοχίας του σε υψηλό επίπεδο και να συνεχίσει τη προσπάθεια του να βελτιωθεί στο κομμάτι της πάσας (τεχνική, court vision). Θα είναι πολύ ευχάριστο να δούμε τη “Penya” να βγαίνει εν τέλει από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια στο κλαμπ. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια να παραμείνει ο Λαπροβίτολα ενώ θα δοθεί η ευκαιρία και στον Κουίνσι Μίλερ να δείξει ότι μπορεί να παραμείνει υγιής. Μακάρι..
Υ.Γ2: Bolomboy λοιπόν η ΤΣΣΚΑ. Η “αρκούδα” προσθέτει μέγεθος και “κιλά” στο ζωγραφιστό της υπογράφοντας ένα παιδί που μπορεί να τη βοηθήσει με την ικανότητα του στο ριμπάουντ, το δυναμικό finishing και το motor του από το βάθος του πάγκου. Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα για το ενδιαφέρον των Ρώσων για τον παίχτη του οποίου το όνομα συζητήθηκε αρκετά στα ευρωπαϊκά μπασκετικά στέκια φέτος το καλοκαίρι. Τον περίμενα σε ένα κλαμπ μικρότερου βεληνεκούς όπου θα είχε πιο βασικό ρόλο. Η φρεσκάδα και η προοπτική εξέλιξης όμως ενός τέτοιου νέου παίχτη εντός του εσωτερικού ανταγωνισμού δημιουργεί, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ένα πιο υγιές προφίλ σε μια τέτοια ομάδα.